- μέτρο
- Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500-1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές γραμμές του μπορεί να βρίσκονται σε αβαθές επίπεδο (μέχρι 15 μ. κάτω από το μέσο επίπεδο της πόλης) και μεγάλο επίπεδο βάθους (μέχρι και 50 μ. κάτω από την επιφάνεια). Το πρώτο μετρό κατασκευάστηκε στο Λονδίνο το 1873 και ακολούθησαν αυτά της Νέας Υόρκης (1878) και στη συνέχεια της Μόσχας, του Παρισιού κ.ά., ενώ από το 2000 λειτουργεί και το υπερσύγχρονο μετρό της Αθήνας. Βλ. λ. Μετρό της Αθήνας.
* * *και μέτρος, το (ΑΜ μέτρον, Μ και μέτρο και μέτρος)1. καθετί που λαμβάνεται ως πρότυπο σύγκρισης για τον καθορισμό μεγέθους, έκτασης, μήκους, επιφάνειας, όγκου, έντασης ή αξίας άλλων παρομοίων2. ο κανόνας, η βάση με την οποία κρίνεται κάτι («πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» — για όλα τα πράγματα, το μέτρο, η βάση σύγκρισης είναι ο άνθρωπος, Πλάτ.)3. το ορθό μέσο μεταξύ δύο αντιθέτων, η αποφυγή ακροτήτων, ο μέσος όρος, η συμμετρία, η ορθή αναλογία (α. «το κρασί πρέπει να πίνεται με μέτρο» β. «χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾱν μέτρον», Πίνδ.)4. (στη στιχουργική) η εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, στη νεοελληνική παραδοσιακή ποίηση, ή μακρών και βραχειών, στην αρχαία, που δίνει ρυθμό στον ποιητικό στίχο5. στον πληθ. τα μέτρα α) διάστημα που μετρήθηκε ή μπορεί να μετρηθεί, μήκος, μέγεθοςβ) οι διαστάσεις ενός σώματος ή αντικειμένου («θα πάρω τα μέτρα τού οικοπέδου»)6. φρ. α) «πάνω από το μέτρο» ή «ὑπέρ μέτρον» ή «ἔξω ἀπὸ τὸ μέτρο» ή «δίχως μέτρον» — υπερβολικά7. (γνωμ.) «(πᾱν) μέτρον ἄριστον» — η μεσότητα, η αποφυγή τών άκρων είναι το άριστο και ωφελιμότατο από όλα τά πράγματανεοελλ.1. η βασική μονάδα τού δεκαδικού μετρικού συστήματος, που ισούται κατά προσέγγιση με το ένα τεσσαρακοστό εκατομμυριοστό τμήμα τού γήινου μεσημβρινού και η οποία αργότερα είχε οριστεί στο Διεθνές Σύστημα μονάδων ως ίση με 1.650.763,73 μήκη κύματος τής πορτοκαλέρυθρης γραμμής τού φάσματος τού στοιχείου κρυπτόν - 86, ενώ σήμερα, στο ίδιο σύστημα, ορίζεται ως ίση με το μήκος τής διαδρομής που διανύει το φως σε χρόνο 1/299.792.458 δευτερόλεπτα2. το όργανο για τη μέτρηση μηκών, το οποίο έχει συνήθως μήκος ενός μέτρου3. μαθημ. αριθμός που προσδίδεται σε ένα συγκεκριμένο σύνολο και τηρεί ορισμένα αξιώματα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί κάποιος να βρει το μήκος, σε περίπτωση τμήματος, το εμβαδόν σε περίπτωση ορθογωνίου κ.ά.4. μουσ. μικρό τμήμα ενός μουσικού έργου, το οποίο αρχίζει από μια θέση και τελειώνει εκεί ακριβώς που εμφανίζεται η επόμενη θέση και το οποίο στα γραπτά μουσικά κείμενα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαστολές, δηλαδή σε δύο κάθετες γραμμές τού πενταγράμμου5. κάθε βήμα ή κίνηση τού χορευτή σύμφωνα με τον χρόνο τής μουσικής που συνοδεύει τον χορό6. στον πληθ. τα μέτρατο σύνολο τών ενεργειών για την επίτευξη ορισμένου σκοπού και ιδίως για άμυνα ή αποτροπή κακού, πρόνοια, προφύλαξη (α. «έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, όπως μέ είχαν προειδοποιήσει» β. «τα οικονομικά μέτρα τής κυβέρνησης αποδείχθηκαν πολύ σκληρά για τον λαό»)7. φρ. α) «μέτρα και σταθμά»μετρολ. το σύνολο τών μονάδων που έχει διαμορφωθεί για τη μέτρηση μεγεθώνβ) «εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά» — μεροληπτεί, είναι αυστηρός στους μεν και επιεικής στους δεγ) «μέτρο αριθμού»μαθημ. η απόλυτη τιμή ενός πραγματικού ή μιγαδικού αριθμούδ) «μέτρο ανά δευτερόλεπτο» — μονάδα μέτρησης ταχυτήτωνε) «μέτρο ανά δευτερόλεπτο στο τετράγωνο» — μονάδα μέτρησης τής επιτάχυνσηςστ) «μέτρο ελαστικότητας» — σταθερά τής ελαστικότητας ενός σώματος, το αντίστροφο τού συντελεστή ελαστικότητας, η οποία εξαρτάται από τη φύση τού σώματος, την προηγούμενη κατεργασία, τη θερμοκρασία κ.ά.ζ) «κυβικό μέτρο» — μονάδα μέτρησης όγκου η οποία ισοδυναμεί με τον όγκο ενός κύβου που έχει πλευρά ίση με ένα μέτρο και συμβολίζεται με m3η) «τετραγωνικό μέτρο» — μονάδα μέτρησης επιφανειών η οποία ισοδυναμεί με το εμβαδόν ενός τετραγώνου που έχει πλευρά ίση με ένα μέτρο και συμβολίζεται με m2θ) «προσωρινά μέτρα» — προσωρινός διακανονισμός διαφοράς ή διασφάλισης δικαιώματος με δικαστική επέμβασηι) «συντηρητικά μέτρα» ή «προφυλακτικά μέτρα» — μέσα που παρέχονται από την πολιτική δικονομία για εξασφάλιση ή συντήρηση έννομων δικαιωμάτωνια) «εν τινι μέτρω» — ώς έναν βαθμό, κάπως, μέτριαιβ) «τού παίρνουν μέτρα» — είναι ετοιμοθάνατος8. παροιμ. «όποιος περπατά με μέτρα στέκει πάντα σαν την πέτρα» — αυτός που αντιμετωπίζει τα πράγματα με σύνεση ευδοκιμείνεοελλ.-μσν.1. υπολογισμός, απαρίθμηση, καταμέτρηση, μέτρημα («έκανα λάθος στα μέτρα»)2. σκεύος ή δοχείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση χωρητικότητας υγρών ή στερεών3. σκέψη, εκτίμηση («κι εσύ είντα μέτρος ήκαμες σε τούτα και μού λέεις», Ερωτόκρ.)4. το ανώτατο δυνατό το άκρο όριο, («αυτό που μου λες υπερβαίνει το μέτρο τών δυνατοτήτων μου»)5. κατάσταση, περίσταση («ποτέ μου δεν το λόγιαζα νά 'ρθω στο μέτρος τούτο», Ερωτόκρ.)6. φρ. «με μέτρο»i) εμμέτρωςii) με φρόνηση, με περίσκεψη, χωρίς υπερβολή, μετρημέναμσν.1. στρατιωτικός σχηματισμός, παράταξη2. (για εμπορικές συναλλαγές, σε επιρρμ. εκφράσεις) συναλλαγή με μετρητά3. τρόπος μέτρησης4. αριθμός, πλήθος5. ορισμένη ποσότητα6. δυναμικότητα, δύναμη7. μετριοπαθής τρόπος συμπεριφοράς8. κοινωνική θέση9. φρ. α) «ἄνθρωποι (τοῡ) μέτρου»i) λίγοι, λιγοστοίii) πάμπολλοι, αναρίθμητοιβ) «εἰς μέτρο ψυχές» — σύμφωνα με τον αριθμό τών ατόμωνγ) «βάνω εἰς μέτρον» — προσθέτω, συνυπολογίζωδ) «παίρνω εἰς τὸ μέτρο» — συγκαταριθμώ ε) «δὲν ἔχω μέτρον» — είμαι αναρίθμητοςστ) «μέρες μέτρου» — ορισμένος αριθμός ημερώνζ) «εἰς μέτρος» — υπολογίζοντας τον αριθμόη) «μέ (τὸ) μέτρος»i) σε περιορισμένη ποσότητα, μετρημέναii) αναλογικά, σύμφωνα με... iii) με πλήρη αντιστοιχίαθ) «μπαίνω εἰς τὸ μέτρος μέ κάποιον» μετρούμαι με κάποιο μέτρο συγκρίσεως, συγκρίνομαι με κάποιον, (Ανθ. Παλ.)μσν.-αρχ.1. το χρονικό διάστημα, η διάρκεια («μέτρα βίοιο», Ανθ. Παλ.)2. όριο («νῆες ἐΰσσελμοι, ὅτ' ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται», Ομ. Οδ.)3. απόσταση4. μονάδα χωρητικότητας υγρών και στερεών («μέτρον γὰρ ἔχων μελτηδέος οίνου», Θέογν.)αρχ.1. (σχετικά με τη νεότητα) ακμή, άνθος2. (σε ηθική έννοια) το μέγεθος, το ύψος («ἱμερτῆς σοφίης μέτρον», Σόλ.)3. η απόσταση («ἀπέχει θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους», Θουκ.)4. μετριαστική δύναμη («τὰ μὲν ἴδια δικαστήρια ταύτῃ πῃ. γιγνόμενα μέτρον ἂν ἔχοι», Πλάτ.)5. χαλινός, επιστόμιο6. στον πληθ. η θέση ὅπου βρίσκεται κάτι σχετικά με την απόσταση από ορισμένα σταθερά σημεία («ἄστρων μέτρα» — οι θέσεις τών άστρων στο στερέωμα, Σοφ.)7. (στη μετρική) α) καθετί που δεν είναι πεζό, ποίημαβ) το είδος τού μέτρου τού ποιήματος (α. «ἰαμβικόν μέτρον» β. «τροχαϊκόν μέτρον»)γ) ο στίχοςδ) η συζυγία, δηλαδή η διποδία ορισμένων μέτρων, όπως π.χ. τού ιαμβικούε) ο πουςστ) ο χρόνος8. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) μέτρῳ ή τῷ μέτρῳμετρίως, με μέτρο9. φρ. «ἐκ τῶν ἴσων μέτρων ὁρμῶμαι»(για ποταμό) πηγάζω από σημείο που απέχει ίσα από τις εκβολές, όσο και...[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέ-τρον ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mә1 τής μακρόφωνης ΙΕ ρίζας *mē «μετρώ, χαράζω, ορίζω» που εμφανίζεται στη λ. μήτρα* (ΙΙ) «κτηματολόγιο» (πρβλ. τί-θη-μι: θε-τός) με επίθημα -τρον (πρβλ. κάλυπ-τρον, φύλακ-τρον) και συνδέεται με mettam «μέτρο» (< αρχ. ινδ. *mitram «όριο, μέτρο»). Η άποψη, τέλος, ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. *med-trom (< ρίζα *med- «μετρώ», πρβλ. μέδιμνος) θεωρείται αβάσιμη, μια και ο τ. *med-trom θα έδινε τ. *μέστρον. Η λ. μέτρο στον πληθ. «σύνολο ενεργειών για την επίτευξη ορισμένου σκοπού», λ.χ., μέτρα ασφάλειας κ.λπ., είναι απόδοση στην ελλ. τών γαλλ. prendre de mesures, mesures conservatoire κ.λπ. και μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά. Τη λ. δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. metrum) και από αυτήν οι άλλες ξένες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. metre, αγγλ. meter και τα σύνθ. diametre, geometre). Η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τις μορφές: α) -μετρον, στην οποία εντάσσονται νεοελλ. αντιδάνειες λέξεις είτε και στα δύο συνθετικά τους (ανεμό-μετρο, πρβλ. γαλλ. anemo-metreβαρό-μετρο, πρβλ. γαλλ. baro-metreθερμό-μετρο, πρβλ. γαλλ. thermo-metre) είτε μόνο στο β' συνθετικό τους (οινοπνευματό-μετρο, πρβλ. γαλλ. alcoo-metreηχό-μετρο, πρβλ. γαλλ. sono-metre). Επίσης, στην κατηγορία αυτή ανήκει μια σειρά ξεν. όρων που έχουν εισαχθεί στην ελλ. ως αντιδάνειοι και αναφέρονται στο δεκαδικό μετρικό σύστημα (μεγά-μετρο, πρβλ. γαλλ. mega-metre). β) -μέτρος και γ) -μέτρης (βλ. και λ. -μετρία).ΠΑΡ. μετρικός, μέτριος, μετρώαρχ.μετρήδην, μετρηδόν, μετρίονμσν.μετριώ, μετροσύνη.Σύνθ. με α' συνθετικό μετρο-: μετρολογία, μετρονόμοςαρχ.μετροειδής, μετροποιόςμσν.μετρόκροτος, μετρολογώ, μετροσύνθετοςνεοελλ.μετρογραφία, μετροδείκτης, μετροδίκτυα, μετροεικόνα, μετρολόγος, μετρομανής, μετροταινία, μετροτράπεζα, μετροφυλλώ, μετροφωτογραφία, μετροφωτοθάλαμος, μετροφωτομηχανή.Σύνθ. με β' συνθετικό -μετρο(ν): επίμετρον, ημίμετρον, οδόμετρον, περίμετροναρχ.απόμετρον, διάμετρον, δικαιόμετρον, ενδεκάμετρον, πρόμετρον, σιτόμετροννεοελλ.αεριόμετρο, αζωτόμετρο, αισθησιόμετρο, ακτινόμετρο, αλατόμετρο, αλευρόμετρο, αμπερόμετρο, ανεμόμετρο, αντίμετρο, αξονόμετρο, αποστασιόμετρο, αραιόμετρο, ατμόμετρο, αυξησίμετρο, βαθύμετρο, βαρόμετρο, βλακόμετρο, βολτάμετρο, βολτόμετρο, βροχόμετρο, γαλακτόμετρο, γαλβανόμετρο, γλυκόμετρο, γωνιόμετρο, διαθλασίμετρο, διαστημόμετρο, δίμετρο, δρομόμετρο, δυναμόμετρο, εκατόμετρο, εκατοστόμετρο, ελαιόμετρο, εμβαδόμετρο, επιπεδόμετρο, ζυμόμετρο, ηλιόμετρο, ηχόμετρο, θερμιδόμετρο, θερμόμετρο, ιππόμετρο, καμπυλόμετρο, κλισίμετρο, κλωστόμετρο, κρανιόμετρο, κυβόμετρο, κυκλόμετρο, κυματόμετρο, κυτταρόμετρο, μαγνητόμετρο, μανόμετρο, μεγάμετρο, μικροβιόμετρο, μιλίμετρο, μνημόμετρο, μυριάμετρο, ογκόμετρο, οινόμετρο, οινοπνευματόμετρο, οξύμετρο, οπτικόμετρο, οργανόμετρο, οσμόμετρο, ουρόμετρο, παλιρροιόμετρο, πλημμυρόμετρο, ποταμόμετρο, προσωπόμετρο, πυκνόμετρο, πυρόμετρο, ρυθμόμετρο, σεισμόμετρο, σταγονόμετρο, σταδιόμετρο, σταλαγμόμετρο, στιγμόμετρο, στιχόμετρο, στροφόμετρο, συχνόμετρο, σφαιρόμετρο, σφυγμόμετρο, ταξίμετρο, ταχόμετρο, ταχύμετρο, τετράμετρο, τηλέμετρο, υγρόμετρο, υδατόμετρο, υποδεκάμετρο, υψόμετρο, φακόμετρο, φασεόμετρο, φωνόμετρο, φωτόμετρο, χιλιόμετρο, χιλιοστόμετρο, χιονόμετρο, χρονόμετρο, χρωματόμετρο, χρωμόμετρο, ψυχρόμετρο, ωμόμετρο.Σύνθ. με β' συνθετικό -μέτρης: γεωμέτρης, χωρομέτρηςαρχ.αστρολογομέτρης, βουμέτρης, βυσσομέτρης, γαιομέτρης, θαλασσοδομέτρης, κρουσιμέτρης, ξυλομέτρης, προμέτρης, πυρομέτρης, σιτομέτρης, στερεομέτρης, σχοινομέτρης, φιλογεωμέτρης, χοινικομέτρηςνεοελλ.αεριομέτρης, αερομέτρης, ακριβομέτρης, ορομέτρης, χρονομέτρης.Σύνθ. με β' συνθετικό -μέτρος: άμετρος, ανισόμετρος, ασύμμετρος, δεκάμετρος, διάμετρος, δίμετρος, έμμετρος, εξάμετρος, ισόμετρος, ισοπερίμετρος, μονόμετρος, πεντάμετρος, περίμετρος, σύμμετρος, τετράμετρος, τρίμετρος, υπέρμετροςαρχ.αυτόμετρος, αυτοσύμμετρος, βραχύμετρος, διχάμετρος, εικοσίμετρος, έκμετρος, έξμετρος, επτάμετρος, ετερόμετρος, εύμετρος, κακόμετρος, κοντάμετρος, οδόμετρος, οκτάμετρος, ομοιόμετρος, πάμμετρος, πολύμετρος, πρόμετρος, σιτόμετρος, τανύμετροςνεοελλ.ημιδιάμετρος, παράμετρος.
Dictionary of Greek. 2013.